κεράμω

κεράμω
κέραμος
potter's earth
masc nom/voc/acc dual
κέραμος
potter's earth
masc gen sg (doric aeolic)
κεραμόω
roof with tiles
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
κεραμόω
roof with tiles
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραμῶ — κεραμόω roof with tiles pres subj act 1st sg κεραμόω roof with tiles pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμω — Κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual Κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμῳ — Κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμῳ — κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμωι — Κεράμῳ , Κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμωι — κεράμῳ , κέραμος potter s earth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

  • κατομβρούμαι — κατομβροῡμαι, έομαι (Α) 1. υγραίνομαι από το νερό τής βροχής, βρέχομαι («κεράμῳ δ οὐ χρῶνται οὐδὲ γὰρ κατομβροῡνται», Στράβ.) 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμβροῦμαι «βρέχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κεραμώνω — (ΑΜ κεραμῶ, όω) [κέραμος] καλύπτω με κεραμίδια στέγη, κεραμιδώνω αρχ. τοποθετώ τους στρατιώτες έτσι ώστε τα κεφάλια τους να καλύπτονται από τις ασπίδες …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”